πέτσωμα

πέτσωμα
το
η πράξη και το αποτέλεσμα του πετσώνω, το πέτσιασμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πέτσωμα — το, Ν [πετσώνω] 1. η επένδυση, η επικάλυψη με δέρμα 2. δημιουργία κρούστας 3. εξωτερική επικάλυψη τού σκάφους με επάλληλες σειρές σανίδων που καρφώνονται ή με λαμαρίνες που καρφώνονται ή κολλούνται πάνω στους νομείς 3. χρηματική παροχή, από… …   Dictionary of Greek

  • πετσωματάς — ο, Ν [πέτσωμα, ατος] αυτός που παίρνει ή προσπαθεί να πάρει πέτσωμα, λουφέ …   Dictionary of Greek

  • πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”